- κακοθέλω
- και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)νεοελλ.-μσν.θέλω, εύχομαι το κακό τού άλλουαρχ.πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοθέλω — κακοθέλησα, επιδιώκω το κακό του άλλου: Χαΐρι να μη δει οπού σου κακοθέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοθέλησις — κακοθέλησις, ἡ (Μ) [κακοθέλω] κακή θέληση … Dictionary of Greek
κακοθέλητος — κακοθέλητος, ον (Μ) [κακοθέλω] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου … Dictionary of Greek
κακοθελητής — ο (Μ κακοθελητής) [κακοθέλω] αυτός που θέλει, εύχεται ή επιδιώκει το κακό κάποιου, κακεντρεχής, φθονερός, χαιρέκακος … Dictionary of Greek